- σαρίν
- Α(κατά τον Ησύχ.) «ὀρνέου εἶδος, ὅμοιον ψάρῳ».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σάριν — το, Ν χημ. κοινή ονομασία φωσφορούχας οργανικής ένωσης που είναι ισοπροπυλεστέρας τού φθορομεθυλοφωσφονικού οξέος και συγκαταλέγεται στις πολεμικές χημικές ουσίες που προσβάλλουν το νευρικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sarin] … Dictionary of Greek
Άιν Σαρίν — Χωριό της Παλαιστίνης. Βρίσκεται σε απόσταση 6 χλμ. από την Ιερουσαλήμ κοντά στη μονή του Αγίου Ιωάννη όπου, κατά την παράδοση, γεννήθηκε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek